ανθρώπησις

ανθρώπησις
ἀνθρώπησις (-εως), η (AM)
η ενανθρώπησις*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταδιανθρώπησις — καταδιανθρώπησις, ἡ (Α) η διαμόρφωση ανθρώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δι ανθρώπησις, κατά το ἐν ανθρώπησις (< ἐν ανθρωπῶ)] …   Dictionary of Greek

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • ՄԱՐԴԵՂՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0223 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 12c, 13c գ. ἁνθρώπησις, ἑνανθρώπησις, ἑνανθρωπότης incarnatio, assumtio humanae naturae. Մարդ եղանիլն, մարդանալն որդւոյն աստուծոյ. ներմարդութիւն. մարմնաւորութիւն, անհաս տնօրէնութիւն կամ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”